Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΩΣ ΔΙΕΘΝΕΣ ΖΗΤΗΜΑ-ΣΧΕΔΙΑ ΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ




ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ Ε' 


ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΩΣ ΔΙΕΘΝΕΣ ΖΗΤΗΜΑ

Διεργασίες στα πλαίσια του ΟΗΕ

Η κυπριακή ηγεσία στήριζε εξαρχής (ήδη από το 1950) τις ελπίδες της για δικαίωση του αιτήματος της αυτοδιάθεσης και, συνακόλουθα, της ένωσης με την Ελλάδα στη διεθνοποίηση του Κυπριακού, θέση την οποία μετά από μια περίοδο αμφιταλαντεύσεων υιοθέτησαν και ανέλαβαν να προωθήσουν οι ελληνικές κυβερνήσεις.

Η πρώτη ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ έγινε τον Αύγουστο του 1954, με αίτημα την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών στην περίπτωση του λαού της Κύπρου. Το αίτημα, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών, έγινε αποδεκτό και εγγράφηκε στην ημερήσια διάταξη της 9ης Γενικής Συνέλευσης. Η αισιοδοξία όμως που δημιούργησε η κατ’ αρχήν αποδοχή του αιτήματος δεν έμελλε να συνεχιστεί. Κατά τη συζήτηση του θέματος στις 14 Δεκεμβρίου 1954 και μετά από έντονες δραστηριότητες της Βρετανίας –με την οποία συμπαρατάχθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες– αλλά και εξαιτίας της δυναμικής τουρκικής παρέμβασης, η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε αναβολή της συζήτησης του θέματος εκτιμώντας ότι η ενδεχόμενη ψήφιση ενός σχεδίου πρότασης θα ήταν ασύμφορη για την Κύπρο. 


Είχε ήδη διαφανεί η επιδίωξη της Αγγλίας να μην επιλυθεί το ζήτημα σε διεθνές επίπεδο αλλά να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ όχι μόνο Ελλάδας – Βρετανίας (κάτι που είχε επιδιώξει η ελληνική πλευρά στο παρελθόν πλην όμως δεν υπήρξε βρετανική ανταπόκριση), αλλά και με συμμετοχή της Τουρκίας.

Η ελληνική πλευρά δεν μπόρεσε να ανατρέψει τις «όψιμες» τουρκικές αξιώσεις, βασιζόμενη στη συνθήκη της Λωζάνης,, στο ότι δηλαδή η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματα και όλους τους τίτλους οποιασδήποτε μορφής επί των εδαφών ή σχετικά με τα εδάφη τα οποία βρίσκονταν εκτός των προβλεπομένων στη συνθήκη αυτή συνόρων, καθώς και επί των νήσων, εξαιρέσει εκείνων, επί των οποίων η τουρκική κυριαρχία έχει αναγνωριστεί με τη συγκεκριμένη συνθήκη. 

Ειδικά μάλιστα για την Κύπρο, η Τουρκία είχε αναγνωρίσει ρητώς την από τη Μεγάλη Βρετανία (στις 5 Νοεμβρίου 1914) προσάρτηση. Εξάλλου, ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπίας στη διάσκεψη της Λωζάννης Ισμέτ Ινονού είχε δηλώσει ότι το τουρκικό κράτος ανήκει σε εκείνα τα κράτη, τα οποία αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στον περιορισμό της κρατικής εξουσίας τους στο δικό τους εθνικό έδαφος και διακήρυσσε πως η Μεσοποταμία, η Αίγυπτος, η Συρία καθώς και όλα τα εκτός των τουρκικών συνόρων εδάφη έχουν το δικαίωμα της απόλυτα ελεύθερης εκλογής της διακυβέρνησης την οποίαν προτιμούν.

Παρότι λοιπόν οι διατάξεις της συνθήκης της Λωζάνης και οι δηλώσεις Ινονού παρείχαν στην ελληνική πλευρά αδιάσειστα επιχειρήματα για την απόκρουση των τουρκικών απαιτήσεων επί της Κύπρου ή/και μιας αξίωσης της Άγκυρας για συμπροσδιορισμό του status του νησιού, η ελληνική αντιπροσωπεία φάνηκε ανίσχυρη μπροστά στη διπλή επίθεση που δέχτηκε από Τουρκία και Μ. Βρετανία στον ΟΗΕ:

Ο εκπρόσωπος της Άγκυρας, Σελίμ Σαρπέρ, χρησιμοποίησε κατά τις συζητήσεις το επιχείρημα ότι πίσω από την αυτοδιάθεση κρύβεται η Ένωση, ενώ ο εκπρόσωπος του Λονδίνου Selwyn Lloyd, παρακάμπτοντας το αίτημα της αυτοδιάθεσης, με το οποίο προσέφυγε η Ελλάδα στον ΟΗΕ, επικαλέστηκε επιχειρήματα άσχετα προς το αίτημα αυτό: νόμιμο συμφέρον της Άγκυρας λόγω γεωγραφικής εγγύτητας, το νησί ουδέποτε αποτέλεσε μέρος του νεοελληνικού κράτους, με την προσφυγή της η Ελλάδα παραβιάζει τη συνθήκη της Λωζάνης την οποία υπέγραψε, η Βρετανία χρειάζεται την Κύπρο για να ανταποκρίνεται στις στρατηγικές της υποχρεώσεις, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωσε το 1931 (στα Οκτωβριανά) ότι δεν υφίσταται πρόβλημα Κύπρου μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας και Μ. Βρετανίας και, επί πλέον, κατά τη συνθήκη της Λωζάνης η Ελλάδα δεν επιφυλάχθηκε για την Κύπρο.

Οι βρετανικές προθέσεις, στοχεύσεις και μεθοδεύσεις σύντομα συγκεκριμενοποιήθηκαν απόλυτα. Μετά την έναρξη του ένοπλου αγώνα στην Κύπρο ακολουθεί νέα ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ στις 25 Ιουλίου του 1955, η Αγγλία συγκαλεί στο Λονδίνο τριμερή διάσκεψη και στις 29 Αυγούστου συναντώνται στο Λάνγκαστερ Χάουζ ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών και οι ομόλογοί του της Ελλάδας και της Τουρκίας, ο δε Βρετανός πρωθυπουργός σπεύδει να προτείνει σύνταγμα για την Κύπρο και καθεστώς αυτοκυβέρνησης. Η τριμερής διάσκεψη απέβη άκαρπη, ενώ σε λίγες ημέρες (23 Σεπτεμβρίου) η ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης απέρριψε τη δεύτερη ελληνική προσφυγή με ψήφους 28 κατά, 22 υπέρ και 10 αποχές. 
Ασκώντας όλα τα μέσα πίεσης που διέθεταν σε διεθνές επίπεδο και εξασφαλίζοντας την αμέριστη συμπαράσταση των ΗΠΑ, οι Βρετανοί εξουδετέρωναν την ελληνική επιχειρηματολογία.
Ειδικότερα, ως προς την πολιτική που ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Κυπριακό, ο καθηγητής Σπ. Βρυώνης υποστηρίζει ότι μπορεί να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί εάν ληφθεί υπ’ όψιν το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατούσε την εποχή των γεγονότων και, πιο συγκεκριμένα, εάν εξεταστεί μέσα σε ένα πλαίσιο που διαμορφώνεται από τρεις βασικούς παράγοντες: 
πρώτον, τον μακαρθισμό που ταλάνισε την Αμερική, 
δεύτερον, την επιθυμία της Αμερικής να βοηθήσει την Αγγλία η οποία έχανε διαρκώς έδαφος και, 
τρίτον,τις εκτιμήσεις της για τον ρόλο που πίστευε ότι μπορούσε να διαδραματίσει η Τουρκία για τα αμερικανικά συμφέροντα λόγω γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής θέσης. 

Η γειτνίαση με τη Σοβιετική Ένωση καθώς και με τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες βάρυναν στις τοποθετήσεις των Αμερικανών, που αξιολογούσαν την κατάσταση στην Ελλάδα ως ασταθή και την παρουσία του κομουνιστικού στοιχείου έντονη, άρα και επικίνδυνη. Έτσι, ο ρόλος των ΗΠΑ αποδείχθηκε καθοριστικός στις αποφάσεις του ΟΗΕ για το Κυπριακό, λαμβανομένης υπ’ όψιν της επίδρασης που ασκούσαν σε μία σειρά από χώρες άμεσα ελεγχόμενες από την Αμερική (π.χ. χώρες με συγκεκριμένα καθεστώτα στη Λατινική Αμερική).24 

Η τρίτη ελληνική προσφυγή κατατίθεται στον ΟΗΕ στις 13 Μαρτίου 1956, ενώ στις 12 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους η Βρετανία προχωρεί σε υποβολή αίτησης στον Οργανισμό εναντίον της Ελλάδας με θέμα «Η υπό της Ελλάδας υποστήριξη της τρομοκρατίας στην Κύπρο». Στις 14 Νοεμβρίου η επιτροπή δικαιοδοσίας του ΟΗΕ αποφασίζει να εγγράψει το θέμα της Κύπρου στη Γενική Συνέλευση. Στις 26 Φεβρουαρίου 1957, και ενώ οι συγκρούσεις στην Κύπρο εντείνονται, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ εγκρίνει με 76 ψήφους υπέρ και δύο αποχές ψήφισμα με το οποίο εκφράζεται η επιθυμία εξεύρεσης ειρηνικής, δημοκρατικής και δίκαιης λύσης του Κυπριακού, σύμφωνα με τις αρχές και τους σκοπούς του ΟΗΕ, και η ελπίδα επανέναρξης των διαπραγματεύσεων. Η απόφαση αυτή, καίτοι τυπικά θετική για τις ελληνικές θέσεις, αποδεικνύει ταυτόχρονα την αδυναμία του διεθνούς οργανισμού να αντιμετωπίσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά τα ισχυρά συμφέροντα και τον περιορισμό του ρόλου του σε έκφραση ευχών.

Δύο ακόμη ελληνικές προσφυγές τον Δεκέμβριο του 1957 και του 1958 δεν απέφεραν ουσιαστικά οφέλη, παρότι η προσφυγή του 1957 θεωρήθηκε η πλέον θετική, δεδομένου ότι το ελληνικό σχέδιο ψηφίσματος για την αυτοδιάθεση συγκέντρωσε 31 ψήφους υπέρ, 23 εναντίον και 24 αποχές, πλην όμως δεν συγκέντρωσε την απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων.

Εν κατακλείδι, η περίπτωση της αντιμετώπισης του Κυπριακού από τον διεθνή Οργανισμό επιβεβαιώνει μία από της βασικές αρχές της Realpolitik: την υποβάθμιση του «δικαίου» και της «ηθικής» σε σχέση με την «ανάγκη επιβίωσης « και εξυπηρέτησης «συμφερόντων». Επιβεβαιώνει ακόμη με τον πλέον σαφή τρόπο ότι ο ΟΗΕ, όπως και παλαιότερα η Κοινωνία των Εθνών την οποία διαδέχτηκε, είναι δυστυχώς το καταφύγιο στο οποίο προσφεύγουν οι αδύνατοι και όπου ανταγωνίζονται οι ισχυροί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ 



ΣΧΕΔΙΑ ΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

Η Μεγάλη Βρετανία, δεδομένου ότι από την πρώτη ημέρα της εκ μέρους της κατάληψης της Κύπρου αλλά και καθ’ όλη την περίοδο που ακολούθησε γινόταν αποδέκτης της πεποίθησης των Κυπρίων περί προσωρινότητας της αγγλικής κατοχής με απώτερο και αμετάθετο στόχο την απελευθέρωση και την Ένωση, ήδη πριν το 1955 κατέβαλλε προσπάθειες για εξεύρεση πολιτικής λύσης η οποία θα διασφάλιζε απόλυτα τα δικά της συμφέροντα. Στο πλαίσιο των βρετανικών αυτών στόχων και καθώς το διεθνές κλίμα μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο ευνοούσε τις φιλελεύθερες ιδέες τις οποίες ενστερνίζονταν με ενθουσιασμό και οι Κύπριοι, θέτοντας αναπόφευκτα σε κίνδυνο τα αγγλικά συμφέροντα, η βρετανική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να συγκαλέσει τον Ιούλιο του 1947 τη «Διασκεπτική Συνέλευση» για την επεξεργασία ενός συντάγματος προκειμένου να προλάβει εις βάρος της εξελίξεις. Η προσπάθεια όμως αυτή ναυάγησε και η Διασκεπτική διαλύθηκε τον Αύγουστο του 1948.

Η κινητοποίηση που ακολούθησε το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 και πολύ περισσότερο η έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα τον Απρίλη του 1955 έδωσαν νέα ώθηση στις αγγλικές δραστηριότητες που συγκεκριμενοποιήθηκαν σε μια σειρά σχεδίων λύσης του Κυπριακού, σχέδια που χαρακτηρίστηκαν εκ των υστέρων από ορισμένους Έλληνες και ξένους πολιτικούς, διπλωμάτες και μελετητές του Κυπριακού ως «χαμένες ευκαιρίες». Συγκεκριμένα, τα σχέδια αυτά είναι τα εξής:

1. Αγγλικό Σχέδιο στη Διάσκεψη του Λονδίνου (1955) – Σχέδιο Χάρτινγκ

Τον Αύγουστο του 1955 συγκαλείται στο Λονδίνο τριμερής διάσκεψη με συμμετοχή της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, κατά την οποία υποβάλλεται από τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών σχέδιο ρύθμισης του Κυπριακού. Το σχέδιο απορρίπτεται τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Τουρκία, οι Άγγλοι όμως επιμένουν σε αυτό και το επαναφέρουν, με μερικές επουσιώδεις αλλαγές, τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου κατά τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν μεταξύ του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του κυβερνήτη της Κύπρου στρατάρχη Χάρτινγκ. Ιδιαίτερη σημασία ωστόσο αποκτά η τριμερής διάσκεψη του Λονδίνου όχι για το προταθέν σχέδιο, αλλά για την επίσημη εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό, η οποία από τη στιγμή εκείνη και εν συνεχεία θα απαιτεί και θα μετέχει ως ισότιμος διαπραγματευτής στις συνομιλίες που ακολούθησαν.

Δεδομένης μίας σειράς δυσμενών για το Κυπριακό συγκυριών τη συγκεκριμένη περίοδο, με κυριότερη την επιτυχία της βρετανικής διπλωματίας να αποτρέψει, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, την εγγραφή της ελληνικής προσφυγής στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Κων. Σβολόπουλος θέτει το ερώτημα σχετικά με τις ελληνικές επιλογές όσον αφορά τις βρετανικές πρωτοβουλίες και το Σχέδιο Χάρτινγκ: 
«Θα όφειλε, άραγε, μια ανάλογη συρροή δυσμενών εξελίξεων να στρέψει την ελληνική πλευρά στην επαναθεώρηση της πολιτικής της ή και στην αναζήτηση μιας συμβιβαστικής λύσης που θα διασφάλιζε τη θετική έκβαση του εγχειρήματος τουλάχιστον μακροπρόθεσμα; Η δυνατότητα αυτή έμελλε να παρασχεθεί –πιθανότατα για τελευταία φορά– όταν ο νέος κυβερνήτης της Κύπρου, στρατάρχης σερ Τζων Χάρτινγκ, προτού επιχειρήσει τη βίαιη καταστολή της εντεινόμενης αναταραχής στη Μεγαλόνησο, εγκαινίασε κύκλο διαπραγματευτικών συνομιλιών με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο [....] Ποια απόσταση ήταν διατεθειμένος να διανύσει ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προκειμένου να προσεγγίσει τις θέσεις που περιέχονταν στο βρετανικό σχέδιο, το οποίο –σύμφωνα με την έγκυρη μαρτυρία του Ν. Κρανιδιώτη– δεχόταν ότι “σαν βάση ήταν καλό”;» 
Και συνεχίζει αναφέροντας ότι ο Μακάριος έπρεπε πρώτα απ’ όλα να παραμερίσει το σύνθημα «αυτοδιάθεσις σε εύλογη τακτή προθεσμία» και να αποδεχθεί μια μεταβατική περίοδο αυτοκυβέρνησης, ενέργεια στην οποία θα είχε μεν τη συμπαράσταση της ελληνικής κυβέρνησης, έπρεπε όμως να αντιμετωπίσει την αντίδραση της ενωτικής παράταξης και του Γεωργίου Γρίβα-Διγενή που δεν φαινόταν διατεθειμένος να καταθέσει τα όπλα πριν κατοχυρωθεί πλήρως η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. 

«Η πρωτοβουλία χειρισμών», υποστηρίζει ο καθηγητής Σβολόπουλος, «η οποία, υπό τις συνθήκες αυτές, παρασχέθηκε στον Μακάριο στην ευρύτερη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, τον ώθησε να εφαρμόσει, για πρώτη φορά σε διεθνές πεδίο, την ιδιόμορφη τακτική του, να εξωθεί τη διαπραγμάτευση “έως το χείλος του κρημνού” – με όλα τα πλεονεκτήματα αλλά και τους κινδύνους που συνεπάγεται η τακτική αυτή. Η κύρια φροντίδα του ήταν αρχικά να αποκαθάρει τη βρετανική αναφορά στην αυτοδιάθεση από στοιχεία που θα ήταν δυνατόν να νοθεύσουν την πλήρη μελλοντική εφαρμογή της....». 

Αντικείμενο έντονων συζητήσεων αποτέλεσαν ακόμη οι βάσει του συντάγματος προς εκχώρηση αρμοδιότητες αφενός στην αποικιακή διοίκηση και αφετέρου στην τοπική πληθυσμική πλειοψηφία, ο έλεγχος της εσωτερικής ασφάλειας αλλά και ο βαθμός εφαρμογής της αμνηστίας όπου η αντιπαράθεση κορυφώθηκε. Η εμμονή του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις πλήρη ικανοποίηση των θέσεών του συνάντησε την ανυποχώρητη βρετανική στάση με αποτέλεσμα την απότομη διακοπή των συζητήσεων, στις 29 Φεβρουαρίου από τον ίδιο τον υπουργό Αποικιών, Άλαν Λένοξ Μπόιντ, ο οποίος βρισκόταν στη Λευκωσία για τις διαπραγματεύσεις. 

Ωστόσο, ο ίδιος ο Κων. Σβολόπουλος δεν αρνείται και επισημαίνει τις υποβόσκουσες αγγλικές προθέσεις: «Σε διάστημα ημερών έμελλε να αποκαλυφθεί ότι η τακτική της βρετανικής κυβέρνησης, όπως και εκφραζόταν με την παρουσία του στρατάρχη Χάρτινγκ, είχε χαραχτεί σε δύο επάλληλα επίπεδα, του «ανοίγματος» προς λύση συμβιβασμού και, εναλλακτικά, της προσφυγής σε βίαια μέσα αντίδρασης. Η αποχαιρετιστήρια αποστροφή του Λέννοξ Μπόιντ προς τον Μακάριο –“τώρα ο Θεός ας σώσει το λαό Σας”– ήταν δηλωτική της ραγδαίας μεταστροφής των στιγμιαία μετριοπαθών βρετανικών διαθέσεων».25 Στις 9 Μαρτίου ακολουθεί η σύλληψη και η εξορία στις Σεϋχέλλες του Μακαρίου, του μητροπολίτη Κυρήνεια και δύο στενών συνεργατών της Εθναρχίας.
2. Σύνταγμα Ράντκλιφ (1956)

Δέκα περίπου μήνες μετά την απόρριψη του αγγλικού σχεδίου από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, η αγγλική κυβέρνηση επανήλθε με νέα πρόταση λύσης του Κυπριακού. Πρόκειται για το σύνταγμα που εκπόνησε ο Άγγλος συνταγματολόγος λόρδος Ράντκλιφ, το οποίο παρουσιάστηκε στη Βουλή των Κοινοτήτων τον Δεκέμβριο του 1956. 

Στο σύνταγμα αυτό:
- προβλεπόταν ελληνική αιρετή πλειοψηφία στη Βουλή 
- δεν διαχωρίζονταν σαφώς η νομοθετική, η δικαστική και η εκτελεστική εξουσία
- αναγνωριζόταν στον Άγγλο κυβερνήτη το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής όταν το έκρινε σκόπιμο
- παρεχόταν επίσης το δικαίωμα στον κυβερνήτη να διορίζει και να παύει τον πρωθυπουργό
- παραχωρούσε υπερβολικά προνόμια στην τουρκική μειονότητα
Το σύνταγμα δηλαδή δεν παραχωρούσε παρά μόνο περιορισμένη αυτοκυβέρνηση και, συγκρινόμενο με το σχέδιο Χάρτινγκ, παρείχε πολύ μεγαλύτερες εξουσίες στον κυβερνήτη καθιστώντας τον ουσιαστικά απόλυτο ρυθμιστή της κατάστασης με μια επίφαση δημοκρατικότητας. 

Οι απόψεις του Κων. Σβολόπουλου για τις διατάξεις του συντάγματος αυτού έχουν ως ακολούθως: 
«Ο συντάκτης του είχε αποβλέψει στην καθιέρωση συστήματος περιορισμένης αυτοκυβέρνησης με εξουσίες κατανεμημένες μεταξύ Κυπρίων και Βρετανού κυβερνήτη και με ειδική πρόνοια για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της μειονότητας. Οι συνταγματικές όμως προτάσεις του συνοδεύτηκαν από κυβερνητική δήλωση για την αναγνώριση στην τουρκοκυπριακή “κοινότητα”, χωριστά, δικαιώματος αυτοδιάθεσης, το οποίο, αναιρώντας τις συνταγματικές διατάξεις, οδηγούσε άφευκτα στη διχοτόμηση. Η πρόβλεψη αυτή, αδιανόητη από νομική αλλά και από πολιτική άποψη, κατά μείζονα λόγο όταν δεν υπήρχε έστω και περιορισμένης έκτασης εδαφική ζώνη με πληθυσμιακή πλειοψηφία τουρκοκυπριακή, προκάλεσε την αντίδραση και του ίδιου του Ράντκλιφ. Όπως ήταν φυσικό, η βρετανική πρόταση απορρίφθηκε χωρίς συζήτηση από την Αθήνα, αλλά και από τις Σεϋχέλλες, όπου εξέτιε, τότε ακόμη, την ποινή της εξορίας ο Μακάριος. Το γεγονός αυτό όμως δεν αρκούσε για να αποστρέψει πλέον το βλέμμα των Βρετανών και, αυτονόητα των Τούρκων, από την επιδίωξη της διχοτόμησης.»26 

3. Σχέδιο Φουτ, 1958

Τον Ιανουάριο του 1958, ο κυβερνήτης της Κύπρου Χιου Φουτ υποβάλλει νέο σχέδιο, βασικότερες προβλέψεις του οποίου είναι οι εξής:

- Μεταβατική περίοδος πέντε έως 7 ετών μέχρις ότου αποφασιστεί οριστικά ποιο θα είναι το καθεστώς της Κύπρου
- Διαπραγματεύσεις με τους ηγέτες της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας για παραχώρηση αυτοκυβέρνησης
- Οριστική απόφαση θα λαμβανόταν μόνον υπό τον όρο ότι θα συμφωνούσαν τόσο η ελληνοκυπριακή όσο και η τουρκοκυπριακή πλευρά.
Το σχέδιο Φουτ απορρίφθηκε από τους Τούρκους. 

4. Σχέδιο Μακμίλλαν, 1958

Στις 19 Ιουνίου του ιδίου χρόνου υποβάλλεται το σχέδιο Μακμίλλαν το οποίο προέβλεπε έναν αγγλο-τουρκο-ελληνικό συνεταιρισμό και προέβλεπε:

- Τριπλή κυριαρχία της Κύπρου (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία) αφού η Ελλάδα και η Τουρκία θα διόριζαν από έναν αντιπρόσωπο οι οποίοι θα συνεργάζονταν με τον Άγγλο κυβερνήτη.
- Το διεθνές καθεστώς της Κύπρου δεν επιτρεπόταν να μεταβληθεί πριν παρέλθουν 7 χρόνια.
- Καθιέρωνε αυτονομία όσον αφορά τις κοινοτικές υποθέσεις.
- Κάθε κοινότητα θα είχε τη δική της Βουλή.
- Η Κύπριοι θα είχαν ελληνική ή τουρκική ιθαγένεια αντίστοιχα και παράλληλα βρετανική.
Το σχέδιο Μακμίλλαν απορρίφθηκε από τον Μακάριο στις 20 και από τον Κων. Καραμανλή στις 21 Ιουνίου.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΔΙΑΓΓΕΛΕΑ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.


ΣΧΈΔΙΟ Μακμίλλαν για το Κυπριακό 

9 Ιουνίου 1958

Με επιστολή του σημερινής ημερομηνίας, ο Κυβερνήτης της Κύπρου σερ Χιου Φουτ γνωστοποίησε στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο το νέο συνεταιριστικό ΣΧΕΔΙΟ Μακμίλλαν, επί του οποίου, λίγο νωρίτερα, είχε ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση, στην Αθήνα, ο σερ Ρότζερ Άλλεν.

Οι σαφώς διχοτομικές προτάσεις του ΣΧΕΔΙΟΥ αυτού, που φέρεται με το όνομα του Βρετανού Πρωθυπουργού, ορίζουν:

Α) Σύνδεση της νήσου με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα και την Τουρκία, 
Β) Συνδιοίκηση της Κύπρου, με την συμμετοχή και της Βρετανίας, 
Γ) Ανά ένας οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας και της Τουρκίας, μαζί με τον Άγγλο κυβερνήτη, να έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης, 
Δ) Οι κάτοικοι να διατηρήσουν τη Βρετανική ιθαγένεια, κατ’ επιλογή, την ελληνική ή τουρκική και 
Ε) Διατήρηση της Βρετανικής κυριαρχίας επί επταετία, με Σύνταγμα κοινοτικής αυτονομίας. 
Και με προοπτική μελλοντικού διαμοιρασμού της κυριαρχίας της Κύπρου μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, υπό τον όρο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα διατηρήσει επί του εδάφους τις στρατιωτικές βάσεις και διευκολύνσεις. 

Το ως άνω ΤΕΡΑΤΩΔΕΣ ΣΧΕΔΙΟ που έφερε και το χαρακτηριστικό τίτλο «Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο», φυσικά απορρίφθηκε από ελληνικής πλευράς.



Το γεγονός, όμως, ότι οι ΑΓΓΛΟΙ και ΤΟΥΡΚΟΙ προχώρησαν στην συνέχεια, σε ΜΟΝΟΜΕΡΗ, από 1ης Οκτωβρίου, εφαρμογή του, δημιούργησε επικίνδυνες καταστάσεις στην Κύπρο. 

Η ΒΙΑ των ΑΓΓΛΩΝ πήρε οξύτερη έκταση, οι ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ προσέλαβαν χαρακτήρα ΑΝΘΡΩΠΟΜΑΖΩΜΑΤΟΣ και οι ΤΟΥΡΚΟΙ Συνέχισαν ασύδοτοι τις ΦΟΝΙΚΕΣ ΘΗΡΙΩΔΙΕΣ, ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ, ΣΦΑΓΕΣ εναντίων των ΕΛΛΗΝΩΝ της Κύπρου!.....
5. Σχέδιο Σπάακ, 1958

Απλή παραλλαγή των προηγούμενων σχεδίων αποτέλεσε το σχέδιο του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ που υποβλήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1958 και σε γενικές γραμμές προέβλεπε:

- Συγκρότηση δύο κοινοτικών Βουλών και ενιαίας Βουλής για κοινού ενδιαφέροντος θέματα
- Ο Άγγλος κυβερνήτης θα διατηρούσε όλες τις αρμοδιότητες σχετικά με την άμυνα, την ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική
- Ο κυβερνήτης θα προήδρευε του υπουργικού συμβουλίου με βοηθούς τους προέδρους των κοινοτικών βουλών
- Μεταβατική περίοδος αυτοκυβέρνησης 7 ετών
- Σύγκληση διάσκεψης των χωρών μελών του ΝΑΤΟ με συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων.
Στο αρχικό αυτό σχέδιο ο Σπάακ επέφερε ορισμένες αλλαγές ώστε εν τέλει να μη διαφέρει ουσιαστικά από το σχέδιο Μακμίλλαν, το οποίο θεωρήθηκε τόσο απαράδεκτο που ορισμένοι αποδίδουν την εκ μέρους του Μακαρίου αποδοχή της συνθήκης Ζυρίχης – Λονδίνου εν μέρει ως προσπάθεια αποτροπής του χειρότερου. 27 

Ως προς το θέμα όμως των λεγόμενων «χαμένων ευκαιριών», το οποίο ετέθη ρητά και αναπτύχθηκε θεωρητικά από τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα στο ομώνυμο βιβλίο του 28 αλλά υποστηρίζεται και από άλλους, οι γνώμες διίστανται. Το συγκεκριμένο ζήτημα το θέτει, έμμεσα, και ο Κων. Σβολόπουλος υπό μορφή αναπάντητου ερωτήματος όπως αναφέρθηκε ανωτέρω.

Σύμφωνα πάντως με τον καθηγητή Βαγγέλη Κουφουδάκη: «Αυτή η θεωρία ήταν και είναι της μόδας. Οι ευκαιρίες που “χάθηκαν” σαν το Σχέδιο Macmillan ’58/9, το Σχέδιο Acheson ’64, το Σχέδιο Annan 2000-04, ήταν ευκαιρίες για τη διχοτόμηση της Κύπρου και αργότερα για τη διάλυση/κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Αυτοί που προωθούν αυτές τις θεωρίες (χαμένες ευκαιρίες, κάθε πέρσι και καλύτερα) το κάνουν για να δικαιολογήσουν νέες υποχωρήσεις στο όνομα του “ρεαλισμού”. Στα αγγλικά λέμε ότι “δύο χορεύουν το τανγκό”. Κανείς από τους θεωρητικούς των χαμένων ευκαιριών δεν εξετάζει τι υποχωρήσεις επιβάλλονταν στην Κύπρο και τι έμενε ανοιχτό για μελλοντική διαπραγμάτευση. Επισημαίνω και πάλιν ότι πολιτικοί και διπλωμάτες παίρνουν αποφάσεις με γνώση τα δεδομένα μιας περιόδου. Κανείς δεν γνώριζε τις συνθήκες που θα επικρατούσαν 30 χρόνια αργότερα. Όπως είπα, οι “χαμένες ευκαιρίες” ήταν για τη διάλυση της Κύπρου και τη διχοτόμησή της.»29 


ΙΩΑΝΝΑ-ΜΑΡΙΑ (ΙΩ) ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ



  1. 24-Προσωπική συνέντευξη καθηγητή Σπ. Βρυώνη, 6 Ιανουαρίου 2008
  2. 25-Κων. Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981,τόμος Β, σελ. 137-140
  3. 26-Κων. Σβολόπουλος, Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981,τόμος Β, σελ. 144
  4. 27-Παύλος Τζερμιάς, Η Κύπρος, σελ. 346-352
  5. 28-Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσα, Χαμένες Ευκαιρίες
  6. 29-Προσωπική συνέντευξη καθηγητή Βαγγέλη Κουφουδάκη, 5 Δεκεμβρίου 2007

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Έλληνες-ΑΥΤΗ Η ΓΗ ΕΧΕΙ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ